Ο μακαριστός Μητροπολίτης Γ.Ο.Χ. Πειραιώς και Σαλαμίνος Κυρός Γερόντιος Α΄ (κατά κόσμον Γεώργιος), τριτότοκος υιός των Λακεδαιμόνων Κυριάκου και Μαρίας Μαριόλη, εγεννήθη εν Πειραιει στις 22 Δεκεμβρίου 1921.
Εις ηλικίαν τριών ετών, αποθανούσης της μητρός του, μετέβη εις το χωρίον Δρυ Λακωνίας, όπου ανετράφη «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», υπό της μάμμης του.
Το έτος 1934, επανακάμψας εις Πειραιά ενεγράφη εις την Εμπορικήν Σχολήν. Το αυτό έτος εγνωρίσθη μετά του μακαριστού Διονυσιάτου Ιερομονάχου π. Γερασίμου, όστις ενέσπειρε εις το νεανικόν ψυχικόν αργόν του Γεωργίου Μαριόλη, άπειρον ζήλον προς τον Μοναχισμόν, απέραντη πίστη προς τα ιδεώδη της Εκκλησίας και θερμοτάτη αγάπη προς τον Ησυχαστικόν βίον.
Τα ιδανικά αυτά καρποφορούμενα ώθησαν τον νεαρόν Γεώργιον να απαρνηθή κάθε τι το εγκόσμιον και αδημονή για την υλοποίηση των ευσεβών οραμάτων του. Ο διακαής πόθος, ο μεγάλος ζήλος και η ανεπτυσσομένη επιθυμία του τον οδηγούν το έτος 1936, τριτοετήν όντα της Εμπορικής να εγλκαταλείψη λάθρα την πατρικήν του οικίαν και μετά πολλών περιπετειών και φόβων να φθάση εις την εν Αγιονύμω Όρει Σκήτη της θεοπρομήτορος Αγ. Άννης. Φθάσας εις την Αγιαννανίτικην Καλύβην του Τιμίου Προδρόμου, υπετάχθη εις την ευλογημένη συνοδεία του Γέροντος Αζαρίου, πλησίον της οποίας εμαθήτευσε εις την ιεράν τέχνην της αγιογραφίας. Ζήσας εν Αγ. Όρει επί οκτάμηνον, δίχως να γνωρίζουν οι οικείοι του ουδέν, συνελήφθη παρά της Χωροφυλακής και ωδηγήθη εις τον Πειραιά δια το ανήλικον. Παρέμεινεν εν Πειραιεί δι εν έτος, δελεαζόμενος ποικιλοτρόπος υπό των οικείων του, με απότερον σκοπόν να εγκαταλείψη τας σκέψεις του δια την Μοναχικήν Πολιτείαν. Όμως, φιλομόναχος ων, ο Γεώργιος Μαριόλης εγκαταλείπη εκ νέου την πατρικήν του οικίαν και σαν διψασμένη έλαφος, πεζοπορών επί τριάκοντας ημέρας άνευ χρημάτων έφθασε εις Αγ. Όρος όπουπαρέμεινε εις την ιδίαν καλύβη ικανόν χρόνον.
Συλληφθείς και πάλιν υπό της Χωροφυλακής, ωδηγήθη εις Πειραιά και μετά από όλην αυτήν την ταλαιπωρίαν, μη ευρίσκων ετέραν ξύσιν κατετάχθη εθελοντής εις την Βασιλικήν Αεροπορίαν, εκπλειρώνοντας τας στρατιωτικάς του υποχρεώσεις, ίνα ελεύθερος πλέον αφοσιωθεί εις τον Μονήρη Βίον.Η Γερμανική εισβολή και τα σκληρά χρόνια της Κατοχής, δεν του επέτρεψαν την εκ νέου μετάβασιν του εις το ευλογημένον Περιβόλιον της Παναγίας και μη δυνάμενος να μεταβή εκεί που η καρδία του θελγόταν και είχε Κουράν της Ρασσοευχής, εχειροτονήθη Διάκονος την 11 Ιουνίου 1942, εις τον Ι. Ναό Παναγίας Οδηγήτριας, βύρονος Αθηνών, υπό του αοϊδίμου ομολογητού Μητροπολίτου Γ.Ο.Χ. Κυκλάδων Κυρού Γερμανού Βαρυκοπούλου, ονομασθείς ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ.
Διακονών τον μακαριστόν ιεράρχην Κυκλάδων, πλησίον του οποίου πολλά απεκόμισεν, εχειροτονήθη υπ’ αυτού Πρεσβύτερος την 21ην Νοεμβρίου 1943 εις τον Ι. Ναόν Ευαγγελισμού Θεοτόκου (Μανιάτικα) Πειραιώς, μετονομασθείς, λόγω της εν Αγ. Άννης ενασκήσεώς του ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ.
Ο νεαρός ιερομόναχος Γερόντιος, ένθερμος γεωργός τους Κυριακού αμπελώνος, υπηρέτησε με αυτοθυσία την χειμαζόμενη Εκκλησία των Γ.Ο.Χ., εφημερεύσας εν τοις Ι. Ναοίς Αγ. Τριάδος Ρούφ, Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Νικαίας, Αγ. Μαρίνης Κορυδαλλού, Τριών Ιεραρχών Κιάτου, Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Μεγάρων και Αγ. Σπυρίδωνος σαλαμίνος.
Την 14ην Σεπτεμβρίου 1945, εχειροτονήθη πνευματικός και του απονεμήθη το οφφίκιον του αρχιμανδρίτου υπό του αοϊδίμου αγίου Κυκλάδων, εν τω Ι. Ναώ Παναγίας Ελεούσης Αμπελοκήπων Αθηνών. Το αυτό έτος υπηρετών εν τω Ι. Ναώ αγ. Μαρίνης Κορυδαλλού, εστάλη προς εξυπηρέτησιν των εν Κιάτω αγωνιζομένων Γ.Ο.Χ. και κατά την εκεί εφημερίαν του ανήγειρε Ι. Ναόν επ’ ονόματι των Τριών Ιεραρχών, όπου πολλάκις εφυλακίσθη, ένεκα της προσπάθειας του έργου.
Από το έτος 1947 έως το έτος 1948, εφημεύρεσε εις τον Ι. Ναόν Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Μγάρων.
Την 10ην Φεβρουαρίου του αυτού έτους, έλαβε το μέγα και αγγελικόν σχήμα υπό του Καυσοκαλυβίτου Ιερομονάχου Νικοδήμου.
Το έτος 1948, εκλήθη παρά της Βασιλικής Αεροπορίας και μη θέλων να λειτουργήση με το νέον ημερολόγιον, απεσχηματίσθη, παραμείνας πιστός εις την αγνήν ιδεολογίαν του ιερού ημών αγώνος.εις την εν Αράξω Αχαϊας Αεροπορικήν Βάσιν υπηρέτησε έως το τέλος του έτους 1949, και απολυθείς παρέμεινεν εις την εν Μεγάροις εφημεριακήν του θέσιν.
Ο διακαής και ένθερμος ζήλος του προς την μοναχικήν Πολιτείαν τον ώθησαν να εγκαταλείψη την τύρβην και την μέριμναν των εφημεριακών καθηκόντων ώστε απερίσπαστος πλέον να ακολουθήση την μοναχικήν βιοτήν.
Πλην όμως δεν ηδυνήθη να αποσυρθή εις το Αγιώνυμον Όρος του Άθωνος, διότι κατά την εν Μεγάροις εφημεριακήν του δράσιν, είχε δεσμεύθη υπό προσώπων όπου χάριν της διδασκαλίας του ηγάπησαν τον Μοναχισμόν και δια τούτω συνέλαβε την σκέψιν όπως ιδρύση Γυναικείαν Μονήν εις το παλαιόν Μετόχιον της Μονής Φανερωμένης, κείμενον παρά του Λάκα Καλογήρου Μεγάρων.
Μεσούντος του 1950 ετέθη ο θεμέλιος λίθος της Ιεράς Μονής Οσίου αθανασίου και φθίνοντος του 1951 εγκαταστάθη πλέον εις την Μονήν μετά των πρώτων αδελφών αυτής. Όσο όμως, και αν επιθυμούσε την ησυχίαν, αι βουλαί τα
του Θεού ήταν άλλες.
Κατά την κρίσημον περίοδον της ανασυγκροτήσεως του ιερού ημών αγώνος, μετά τον θάνατον του αειμνήστου πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου, η Εκκλησία τον ετίμησε με το υψηλό αξίωμα της αρχιεροσύνης. Και έτσι κατά τον Ευαγγελικόν λόγον, ετέθη ο λύχνος, επί την λυχνίαν. Τη προτάσει και επιμονή του αειμνήστου επισκόπου Ταλαντίου Ακακίου, εχειροτονήθη Επίσκοπος Σαλαμίνος, την 6ην Ιουνίου 1962, εις την Ι. Μονήν Αγ. Νικολάου Παιανίας, τη συμπράξει, των μακαριστών Επισκόπων Κυκλάδων Παρθενίου και Γαρδικίου Αυξεντίου. Σε νέους εκκλησιαστικούς ορίζοντες ανά το Πανελλήνιον ειργάσθη, ο ανύστακτος Επίσκοπος Σαλαμίνος και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας ημών, εκτιμίσασα τον απαράμιλον ζήλον του τον προήγαγε επαξίως την 29ην Σεπτεμβρίου 1972, εις Μητροπολίτην Πειραιώς και Σαλαμίνος.
Κατά την τριακονταετήν ποιμαντορίαν του ειργάσθη ακαταπονήτως, δια την Εκκλησίαν, χειροτονήσας κατ’ αυτήν, εκατόν είκοσι ιερείς, ενεκαινιάσας εξήκοντα Ι. Ναούς και ανακαινήσας τους πλείστους Ι. Ναούς της λαχούσης αυτού επαρχίας.
Συνοδική αποφάσει, διωρίσθη Έξαρχος Κεντρώας και Δ. Ευρώπης, Τοποτηρητής των Ι. Μητροπόλεων Κρήτης, Κυκλάδων, Πατρών καθώς και της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, μετά την απομάκρυνση του αποθανόντος, πρώην Αθηνών Κυρού Αυξεντίου.
Εργαζόμενος μετά συνέσεως, δια την ενότητα του ιερού ημών αγώνος, προήδρευσε της Ι. Συνόδου (19850-1986) έως της εκλογής του από Θεσσαλονίκης Αρχιεπισκόπου Γ.Ο.Χ. Αθηνών Χρυσοστόμου, καθώς επίσης υπηρέτησε το σωματείο Γ.Τ.Ε.Γ.Ο.Χ.Ε., επί δεκαετίες ως Αντιπρόεδρος και από το έτος 1985, ως Πρόεδρος.
Ως Μητροπολίτης Πειραιώς επισκέφθη τον Καναδά, τις Η.Π.Α., Αυστρία και Κύπρο, συμμετέχων εις διαφόρους εκκλησιαστικάς δραστηριότητας.
Η υψηλή εκκλησιαστική προσωπικότητα του και οι διακεκριμένες αρετές του, θα είναι δι’ ημάς τους νεοτέρους ζωντανά παραδείγματα προς μίμησιν, η δε μνήμη του αιωνία.