Πανηγυρικός λόγος εις τον Όσιο Ιερώνυμο τον εν Αιγίνη
Λόγος πανηγυρικός, εκφωνηθείς υπό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γ.Ο.Χ. Πειραιώς και Σαλαμίνος.
Αίγινα, Ιερός Ναός Αγίων Αναργύρων, κατά το πανηγυρικό συνοδικό Συλλείτουργο.
Εἶναι ἰδιαιτέρα τιμὴ καὶ εὐλογία δι’ ἐμὲ τὸν ἐλάχιστο ἐν Ἐπισκόποις καὶ Ποιμενάρχη τῆς νήσου ταύτης, νὰ ἐκφέρω λόγον στὴν σημερινὴ πνευματικὴ σύναξή μας γιὰ τὸν ἐν ἐσχάτοις χρόνοις φανερωθέντα Ὅσιο καὶ Ὁμολογητὴ ΙΕΡΩΝΥΜΟΝ τὸν ἐν Αἰγίνι.
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν γεραίρει τὴν μνήμη τοῦ νέου Ὁσίου της καὶ ἡ τοπικὴ ἐκκλησία λαμπροστολίζεται καὶ πανηγυρίζει κυκλώνοντας τὰ χαριτόβρυτα Ἱερὰ Λείψανα αὐτοῦ.
Ἡ χορεία τῶν Σεπτῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου μὲ πρῶτον τὸν Προκαθήμενό της, ὁ Ἱερὸς Κλῆρος καὶ ὁ εὐσεβῆς λαὸς τοῦ Θεοῦ, κλίνουν τὸ γόνυ ἐνώπιον τοῦ μεγαλείου τῶν θαυμασίων τοῦ Θεοῦ τὸ ὁποῖο διατρανώνεται σήμερα διὰ τῆς συνοδικῆς πράξεως Ἁγιοκατατάξεως τοῦ μεγάλου Ἁγίου της Ἐκκλησίας Ὁσίου Ἱερωνύμου.
Ὁ Μέγας αὐτὸς Ὁμολογητὴς, ὁ ὁποῖος ἐδόξασε τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν ταπείνωσή του καὶ τὸν ἀκέραιο βίο του, ἐπαξίως θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθῆ ὡς φάρος παμφαέστατος καὶ ἀδάμας βαρύτιμος τῆς χορείας τῶν Ἁγίων της Τοπικῆς μας Ἐκκλησίας.
Ὁ Ὅσιος Γέροντας Ἱερώνυµος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Γκέλβερη τῆς Ἁγιατόκου γῆς τῆς Καππαδοκίας, ποὺ ἐπὶ αἰῶνες ἔδωσε πληθώρα Ἁγίων Πατέρων, Ὁσίων καὶ Μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας µας καὶ ἔλαβε τὸ ὄνοµα Βασίλειος.
Ἦτo τέκνο πολυτέκνου καὶ εὐσεβοῦς οἰκογενείας. Ἡ µητέρα του, τὸν γαλούχησε ἀπὸ µικρᾶς ἡλικίας στὴν μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀπὸ πολὺ νωρὶς ὁ µικρὸς Βασίλειος ζοῦσε κατὰ Χριστὸ βίο τηροῦσε τοὺς κανόνες του καὶ κήρυττε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἦτο εὐσεβέστατος καὶ φιλακόλουθος. Ὁ νεαρὸς Βασίλειος ἀκολουθῶντας τὴν εὐχὴ τῆς µητέρας του, καὶ τὸν ἔνθεο ζῆλο του, χειροτονήθηκε διάκονος. Ἀπὸ τὴ θέση του αὐτὴ συνέχισε τὸ θεάρεστο ἔργο τῆς κηρύξεως τοῦ Θείου Λόγου. Ἡ ἀγάπη τοῦ κόσµου πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ ἦταν µεγάλη.
Μετέβη στοὺς Ἁγίους Τόπους ὡς ταπεινὸς προσκυνητὴς τῶν Παναγίων Προσκυνηµάτων, ὅπου καὶ παρέµεινε γιὰ κάποιο µικρὸ χρονικὸ διαστηµα. Τὸ περασµα του αὐτὸ ἀπὸ τὴν Ἁγία γῆ Σιῶν, τὸν ἐπηρέασε βαθύτατα καὶ ἀργότερα προέτρεπε τὰ πνευµατικὰ τοῦ τέκνα νὰ πραγµατοποιήσουν τὸ ταξίδι αὐτὸ τουλάχιστον µία φορὰ στὴ ζωή τους. Μετὰ πῆγε στὴν Πόλη, ὅπου ὡς Διάκονος ὑπηρέτησε τὸ Οἰκουµενικὸ Πατριαρχεῖο.
Μετὰ τὴν Μικρασιατικὴ καταστροφὴ τὸ 1922 ἦλθε στὴν Ἑλλάδα καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν Αἴγινα. Τοποθετήθηκε ὡς διάκονος στὸν Μητροπολιτικὸ ναὸ τῆς Αἴγινας καὶ ὡς πνευµατικὸς ὁδηγὸς στὴν Ι. Μ. Εὐαγγελισµοῦ τῆς Θεοτόκου, τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Ἐν συνεχεία τοποθετήθηκε ὡς, πνευµατικὸς ὁδηγὸς στὴν Ι. Μ. Χρυσολεόντισσας. Ὁ θερµὸς τοῦ ζῆλος γιὰ τὴν κήρυξη τοῦ Θείου Λόγου, ὁ ἐνάρετος βίος του δὲν διέφυγαν τῆς προσοχῆς τοῦ τότε Μητροπολίτη καὶ χειροτονήθηκε Ἱερεύς. Τοῦ ἐδόθη τὸ ὀφίκιο τοῦ Ἀρχιµανδρίτου καὶ ταυτόχρονά του ἀνετέθη τὸ ἔργο τοῦ Πνευµατικοῦ, ἕνα ἔργο ποὺ µέχρι τέλους τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς του, τελοῦσε µἐ αὐταπάρνηση, µὲ φόβο Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀγάπη πρὸς τὸ συνάνθρωπο. Ἔτσι ἀνέλαβε, ὡς Ἱερεὺς πλέον, τὸν Ι. Ναό. τοῦ Ἁγίου Διονυσίου στὸ νοσοκοµεῖο, ναὸ ποὺ ὁ ἴδιος τὸν κατασκεύασε, καὶ συνέχισε µἐ ἀκόµη µἐγαλύτερο ζῆλο τὸ πνευµατικὸ ἔργο του στὸ χῶρο αὐτό. Ἀναφέρεται ὅτι ὁ γέροντας ἐκτός του ποιµαντικοῦ του ἔργου, περιποιώταν καὶ τοὺς ἀσθενεῖς ὡς «πρακτικὸς ἰατρὸς» καὶ εἶχε θεραπεύσει τὰ τραύµατα ἀρκετῶν.
Ὡς Λειτουργὸς λειτουργοῦσε πάντοτε µἐ ποταµοὺς δακρύων στὰ µάτια του .
ὡς ἄλλος Ἅγιος Σπυρίδων συλλειτουργοῦσε µἐ Ἅγιους καὶ Ἀγγέλους, ὡς φυσικὲς παρουσίες, τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας. Χαρακτηριστικὰ ἀπευθυνόµενος σὲ νέους ἱερεῖς ἔλεγε. «Ἂν δὲν βλέπεις τὸν Ἄγγελό σου δίπλα σου στὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο, µὴ λειτουργεῖς». Ἦταν ἄκακος καὶ µέχρις ἐσχάτων ταπείνωνε τὸν ἑαυτό του ἔναντι ὅλων, χωρὶς ἴχνος ἐγωισµοῦ. Ἀναφέρεται ὅτι κάποτε βαδίζοντας µέσα στὴν πόλη τῆς Αἴγινας χαιρέτισε κάποιον µαγαζάτορα καὶ τοῦ εὐχήθηκε γιὰ τὸν υἱό του ποὺ γιόρταζε. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἄγνωστο γιατί, βγῆκε ἀπὸ τὸ µαγαζί του καὶ ἀντὶ νὰ τὸν εὐχαριστήσει, τὸν ἐξύβρισε. Ὁ ἀνεξίκακος Γέροντας ἀπεχώρησε ἀµίλητος, δεχόµενος ὅλες τὶς ὕβρεις ποὺ τοῦ ἐκτόξευσε καὶ ἐπανῆλθε στὸν ὑβριστὴ τὴν ἐπόµενη µέρα ζητῶντας τοῦ συγνώµη γιὰ τὴν ἀναστάτωση ποὺ τοῦ προξένησε. Ὁ ἄνθρωπος τὰ ἔχασε, ἔβαλε τὰ κλάµατα καὶ τοῦ ζήτησε συγνώµη γιὰ τὴν ἀπαράδεκτη συµπεριφορά του. Διακόνησε τὸν Ναὸ τοῦ νοσοκοµείου γιὰ 18 χρόνια µἐ αὐταπάρνηση.
Κατὰ τὴν διάρκεια αὐτὴ τῆς ἐφημερίας του, ἔλαβε τὸ Μέγα Ἀγγελικὸ Σχήµα τοῦ Μοναχοῦ, ποὺ τόσο ἐπιθυµοῦσε, ἀπὸ τὸν Γέροντα Ἱερώνυµο τὸν Σιµωνοπετρίτη, λαµβάνοντας τὸ ὄνοµα Ἱερώνυµος.
Ὁ Ὅσιος ἔζησε σὲ µία περίοδο ποὺ ἡ Ἐκκλησία δοκιµαζόταν ἀπὸ τὴν ἐπιβαλλόµενη ἀπὸ σκοτεινοὺς κύκλους, µετατροπὴ τοῦ ἡµερολογίου. Μιὰ ὑπόθεση ποὺ ἀποτέλεσε καὶ ἀποτελεῖ µία µελανὴ σελίδα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καὶ ποὺ δυστυχῶς βασανίζει τοὺς πιστοὺς διὰ τῆς παναιρέσεως σήμερα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Μιὰ ἀνοικτὴ πληγὴ ποὺ συνεχίζει νὰ αἱµορραγεῖ καὶ νὰ πληγώνει. Ὁ Ἅγιος Γέροντας, ἐλεγχόµενος συνειδησιακὰ καὶ µὴ µπορῶντας νὰ ἀντέξει τὴν ἐπιβαλλόµενη καινοτοµία, παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τοῦ δώσει σηµεῖο γιὰ τὸ τί θὰ πρέπει νὰ πράξει. Ὁ ἴδιος ἐπιθυµοῦσε νὰ ἐπιστρέψει στὸ πάτριο ἠµερολόγιο, ἀλλὰ ἀνέµενε Θεῖον µήνυµα περὶ τῆς ἀποφάσεώς του. Κάποια στιγµὴ κάποιοι «καλοθελητὲς» ἐνηµέρωσαν τὸν οἰκεῖο Μητροπολίτη ὅτι ὁ Γέροντας δὲν ἱερουργεῖ στὸν ναὸ τοῦ νοσοκοµείου, διότι πηγαίνει µἐ τὸ παλαιὸ ἡµερολόγιο. Ὁ Δεσπότης µὴ γνωρίζοντας τα περὶ τῆς φοβερᾶς ὀπτασίας του ποὺ τὸν ὁδήγησε στὸ νὰ πάψει νὰ ἱερουργεῖ, τὸν εἰδοποίησε ὅτι θὰ πήγαινε νὰ συλλειτουργήσουν µαζί, ἀνήµερα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἀπετέλεσε, τὸ ἐκ «Θεοῦ σηµεῖο» ποὺ ζητοῦσε. Ἔτσι ἀπέστειλε µἴα ἐπιστολὴ στὸ Μητροπολίτη µὲ τὴν ὁποία µὲ σεβασµὸ ὑπέβαλε τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὸ Ναὸ τοῦ νοσοκοµείου καὶ τοῦ γνώριζε, ὅπως ὅλοι ἄλλωστε τὸ γνώριζαν, ὅτι σέβεται καὶ ἐπιθυµεῖ νὰ ἀκολουθήσει τὸ πάτριο ἠµερολόγιο. Μετὰ τὴν παραίτηση τοῦ ἀπεσύρθη στὸ Ἡσυχαστήριό του,
ἀπετοιχίσθη ἕνεκεν τῆς ἀκριβείας τῆς Πίστεως καὶ ἀκολούθησε τὸ Πάτριο ἠµερολόγιο.
Τὴν περίοδο τοῦ πολέµου, ὁ Κύριος µας, τοῦ ὁποίου οἱ βουλὲς εἶναι ἄγνωστες καὶ τὰ µυστήρια ἀνεξερεύνητα, ἐπέτρεψε στὸν Γέροντα καὶ µία ἄλλη δοκιµασία. Κάποιος τραυµατισµένος Γερµανός, κατέφυγε σ’ αὐτὸν γιὰ νὰ τοῦ θεραπεύσει ἕνα τραύµα. Ὁ π. Ἱερώνυµος στὴν ἀρχὴ δὲν ἤθελε νὰ τὸν βοηθήσει, διότι ὑπῆρχε ἀπαγόρευση. Τελικά, τὸν βοήθησε καὶ τὸν ἔκανε καλά, ζητώντας µόνο νὰ µὴν τὸν µαρτυρήσει. Ἀντὶ τοῦ µάννα ὅµως στὸν Κύριο µας ἔδωσαν χολή, καὶ ἀντὶ εὐχαριστίας στὴν εὐεργεσία, ὁ Γερµανὸς ἄφησε µία χειροβοµβίδα στὸ Ἡσυχαστήριο.
Ἀποτέλεσµα ἦταν νὰ σκάσει ἡ χειροβοµβίδα, νὰ τὸν τραυµατίσει σοβαρά στὸ χέρι καὶ νὰ τοῦ προκαλέσει µόνιµη κατὰ τοὺς γιατροὺς κώφωση. Ἀπαιτήθηκε νὰ τοῦ κοπεῖ τὸ ἀριστερὸ χέρι. Ὁ ἴδιος ἔλεγε, «Κύριε µου τίποτα δεν εἶχα ὅταν ἦλθα στὸν κόσµο. Ἐσὺ µὲ ἔφερες. Ἐσὺ µὲ τὰ ἔδωσες ὅλα. Ἃς εἶναι δοξασµένο τὸ ὄνοµά Σου. Ὅτι εὐδοκεῖ ἡ Χάρις Σου διὰ ἐµὲ ἃς γίνει. Ἂν εἶναι γιὰ τὸ συµφέρον τῆς ψυχῆς µου ἃς πάρεις καὶ τὸ ἄλλον χέρι».
Παρακαλοῦσε τοὺς Ἅγιους Ἀναργύρους, τουλάχιστον νὰ συντοµεύσουν τὴν παραµονή του στὸ νοσοκοµεῖο.
Τελικὰ ὄντως, µὲ τὴ παρέµβαση τῶν Ἁγίων, συντοµεύτηκε ἡ παραµονή του καὶ µἐ τὴ θαυµατουργικὴ δράση τους, ἀποκαταστάθηκε καὶ ἡ ἀκοή του, παρ’ ὅτι τοῦ τὸ εἶχαν ἀπόκλεισει οἱ ἰατροί. Τότε εἰς εὐγνωµοσύνην, κατεσκεύασε κοντὰ στὸ ἡσυχαστήριό του, τὸν Ι. Ναὸ τῶν Ἁγίων καὶ Ἰαµατικῶν Ἀναργύρων, τὸν τρίτο κατὰ σειρὰ ναὸ ποὺ κατασκεύασε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ εἰς στὸν ὁποῖον εὐρησκόμεθα σήμερα.
Εἶχε µετατραπεῖ σὲ «δοχεῖον» τῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύµατος καὶ ἦταν συνεχῶς ἕνας «φορέας» τῆς Χάριτος. Ἔτσι ὁ Κύριος ἠµῶν Ἰησοῦς Χριστὸς τὸν εἶχε πολλάκις ἀξιώσει τῆς θέας τοῦ «Ἀκτίστου Φωτὸς» τῆς Δόξης Του.
Εἶχε ἀξιωθεῖ τῶν δωρεῶν καὶ τῶν Χαρισµάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος. Ὁ ἴδιος σχεδὸν ποτὲ δὲν ἔλεγε γιὰ καταστάσεις τὶς ὁποῖες βίωνε λόγω ταπεινότητας. Μετεῖχε σχεδὸν ὅλων των χαρισµάτων τοῦ Παναγίου Πνεύµατος. Εἶχε διακριτικό, διορατικό, προορατικό, ἰαµατικό, ἀλλὰ καὶ κατὰ τῶν δαιµόνιον χάρισµα.
Ὁ Ἅγιος Ἱερώνυµος δὲν εἶχε πανεπιστηµιακὲς θεολογικὲς γνώσης, ὄµως ἦταν βαθὺς γνώστης τῆς Νηπτικῆς Θεολογίας τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἕνας ἐραστὴς τῆς θεολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς, τοῦ Ἁγίου Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, ἕνας πραγµατικὴς Θεολόγος – Θεοπτης, ἕνας «Ἰατρὸς» ψυχῶν ποὺ µἐ τὴν διόραση τὴν προόραση καὶ τὴν διάκριση ποὺ τὸν εἶχε ἀξιώσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἔβλεπε: τὰ «ἄδηλα καὶ κρύφια» της ψυχῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου ποὺ καταφευγε στὸ πετραχήλι του γιὰ νὰ ἀναπαυθεῖ, ἕνας ἐρηµίτης ἡσυχαστὴς µέσα στὴν πόλη.
Ο Θεὸς τὸν εἶχε ἀξιώσει µὲ διάκριση διόραση καὶ ἐνόραση καὶ µποροῦσε καὶ ἔβλεπε ἀκόµη µέσα στὴν καρδιὰ τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἀκόµη καὶ τὶς πιὸ µικρὲς καὶ καλοκρυµµένες ἀµαρτίες.
Ὅπως καὶ ἄλλες πολλὲς Ἅγιες µορφὲς δοκιµάστηκε ἀπὸ ἀρρώστια. Τὸ θνητό του σώµα πέρασε καὶ καθάρθηκε µέσα ἀπὸ τὸ καµίνι τῆς ἀσθένειας, τοῦ πόνου καὶ τῆς δοκιµασίας. Νοσηλεύθηκε γιὰ λίγο στὸ νοσοκοµεῖο Ἀλεξάνδρα. Προσβεβληµένος ἀπὸ τὸν καρκίνο καὶ ἀφοῦ ταλαιπωρήθηκε ἀγογγύστως στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου, µετάλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστήριων καὶ ἐκοιµήθη ὀσιακῶς τὴν 3ην Ὀκτωβρίου 1966 στὴν Ἀθήνα σὲ σπίτι πνευµατικοῦ του τέκνου.
Αὐτὴν τὴν Ἱστορικὴ καὶ εὔσημο ἡμέρα, ἐδῶ εἰς τὴν Ἱερὰ Νῆσο Αἴγινα, πατρίδα Ἁγίων καὶ ὁμολογητῶν τῆς Πίστεώς μας κλίνουμε τὸ γόνυ ἐνώπιον τῶν Ἱερῶν Λειψάνων καὶ ὑψώνουμε τὰς χεῖρας πρὸς τὸν Οὐρανό, εὐχαριστοῦντες τὸν δομήτορα τῆς Πίστεως γιὰ τὴν μεγάλη του δωρεὰ στὸν τόπο μας.
Εἴθε ἡ Χάρις τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, διὰ πρεσβειῶν τοῦ Ὁσίου καὶ Ὁμολογητοῦ, Ἁγίου Ἱερωνύμου του ἐν Αἰγίνι νὰ σκέπει καὶ νὰ φρουρεῖ τὴν ἱερὰν νῆσο, τὴν Μαρτυρικὴ Ἐκκλησία καὶ ὅλο το εὐσεβὲς πλήρωμά της. ΓΕΝΟΙΤΟ.